Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να ηγείται κάθε προσπάθειας για την επίτευξη ειρηνευτικής λύσης στην Ουκρανία και αναζητά έναν δρόμο που θα οδηγήσει στο τέλος της σύγκρουσης. Η στόχευσή του μπορεί να θεωρηθεί λογική και φιλόδοξη, αφού ο πόλεμος έχει ήδη προκαλέσει σοβαρές ανθρώπινες απώλειες, καταστροφές σε κρίσιμες υποδομές και βαριά οικονομική επιβάρυνση. Η διπλωματική του τακτική δεν ακολουθεί τις συνηθισμένες διαδικασίες του διεθνούς δικαίου και επιδιώκει μια συμφωνία που θα μπορούσαν να αποδεχθούν και οι δύο πλευρές.
Ο Τραμπ δείχνει ότι αναγνωρίζει τα ουσιαστικά οφέλη που έχει αποκομίσει η Ρωσία στο μέτωπο. Έχει υπό τον έλεγχό της περιοχές που κατέλαβε και ο ίδιος επιχειρεί ένα «deal» που στην πράξη θα αναγνωρίζει μέρος αυτών των κερδών. Με τη φράση «δεν μπορούμε να γυρίσουμε τα πάντα πίσω» παρουσιάζει μια θέση που θεωρεί ρεαλιστική, καθώς ιστορικά μετά από κάθε πόλεμο δεν είναι εύκολο να επανέλθουν άμεσα όλα τα εδάφη στην προηγούμενη κατάσταση. Στο σχέδιό του περιλαμβάνεται η de facto αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου στις περιοχές που έχει καταλάβει η Μόσχα και η de jure αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής.
Ένα ακόμη στοιχείο της πρότασής του αφορά τις σπάνιες γαίες και τον ορυκτό πλούτο της Ουκρανίας. Μετά τη συμφωνία, η αξιοποίησή τους θα μπορούσε να δημιουργήσει οικονομικά οφέλη για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και πιθανόν για την ίδια την Ουκρανία. Θεωρητικά, ένα τέτοιο σχήμα θα μπορούσε να συμβάλει στη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι δεν θα είναι μονόπλευρα ευνοϊκοί για την αμερικανική πλευρά.
Ωστόσο, το σχέδιο συνοδεύεται από πίεση προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος ζητά την αποδοχή μιας λύσης που περιλαμβάνει παραχώρηση εδαφών με αντάλλαγμα αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να αφήσει την Ουκρανία πιο εκτεθειμένη, καθώς ο αναγκαστικός συμβιβασμός με απώλεια εδαφών επηρεάζει τόσο την κυριαρχία της όσο και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών της.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι ΗΠΑ προτείνουν τη μείωση της στρατιωτικής ισχύος της Ουκρανίας. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο μακροπρόθεσμης αποδυνάμωσης της άμυνάς της. Αν οι «εγγυήσεις» που θα δοθούν δεν συνοδεύονται από αξιόπιστα και θεσμικά κατοχυρωμένα μέτρα, η χώρα μπορεί να βρεθεί ξανά απροστάτευτη.
Σημαντικό τμήμα του σχεδίου του Τραμπ αφορά και την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ. Για το Κίεβο αυτό αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, καθώς η συμμαχία θεωρείται κομβικός παράγοντας ασφάλειας για το μέλλον του κράτους. Ο αποκλεισμός από το ΝΑΤΟ θα περιορίσει τα μέσα αποτροπής της χώρας και μπορεί να εκληφθεί ως μορφή «παράδοσης» στον τομέα της ασφάλειας, με αρνητικό αντίκτυπο στο ηθικό του πληθυσμού και στη διεθνή θέση της Ουκρανίας.
Ο Ζελένσκι βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα. Αν απορρίψει το σχέδιο, υπάρχει το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τη στήριξη «χωρίς να κάνουν πίσω», αφήνοντας την Ουκρανία σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Αυτές τις μέρες, ο Ουκρανός πρόεδρος προσπαθεί να σταθμίσει πώς μπορεί να διασφαλίσει τη χώρα του, να διατηρήσει κάποια οικονομική προοπτική και να περιορίσει τις απώλειες, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται απώλεια εδαφών.
Η εμπειρία της Ιστορίας δείχνει ότι, όταν λήγει ένας πόλεμος, δεν υπάρχουν περιθώρια θριαμβολογίας. Τα βάρη των θυμάτων δεν επιτρέπουν εύκολες χαρές. Τις επόμενες ημέρες, Τραμπ και Ζελένσκι θα διαμορφώσουν ένα νέο κεφάλαιο στη διεθνή σκηνή, εφόσον υπάρξει συμφωνία, και μόνο ο ιστορικός του μέλλοντος θα μπορέσει να κρίνει με βεβαιότητα αν αυτή η συμφωνία υπήρξε πραγματικά ωφέλιμη.