Μία λεπτομέρεια που υπήρξε στο επίκεντρο των συζητήσεων μετά το περιστατικό στη Σίνδο αφορά το εάν το τρένο εισήλθε ή όχι σε αντίθετη γραμμή. Η απάντηση, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, είναι πλέον ξεκάθαρη: όχι, δεν μπήκε ποτέ. Η πορεία του είχε προγραμματιστεί και «κλειδωθεί» μέσω συστήματος τηλεδιοίκησης, κάτι που καθιστά πρακτικά αδύνατη την είσοδο σε άλλη γραμμή δίχως ανθρώπινη παρέμβαση και απενεργοποίηση των ασφαλιστικών δικλείδων.
Το σύστημα τηλεδιοίκησης λειτουργεί με συγκεκριμένη λογική. Όταν χαράσσεται πορεία για ένα συρμό, ενεργοποιούνται αυτόματα τα φωτοσήματα (φανάρια) και η γραμμή θεωρείται δεσμευμένη. Αυτό σημαίνει ότι έως ότου ο συρμός ολοκληρώσει τη διαδρομή και «κλειδώσει» στην επόμενη σηματοδοτημένη ζώνη ασφαλείας, κανένα άλλο τρένο δεν μπορεί να εισέλθει στο ίδιο τμήμα. Άρα, η πιθανότητα να υπήρξε σύγκρουση ή λάθος χάραξη προς αντίθετη πορεία, μηδενίζεται.
Στη Σίνδο υπάρχουν τέσσερις γραμμές: δύο άνοδοι και δύο κάθοδοι. Όπως αποτυπώνεται και στο βίντεο της τηλεδιοίκησης, η χαραγμένη πορεία ήταν προμελετημένη ώστε το τρένο να φτάσει στην αποβάθρα του προαστιακού, όπου θα μπορούσαν να αποβιβαστούν οι επιβάτες με ασφάλεια. Το σύστημα δεν εντόπισε απειλή, ούτε παράκαμψε κανόνες ασφαλείας — αντιθέτως, οι αυτοματισμοί λειτούργησαν όπως προβλέπεται.
Η συνολική απόσταση ανάμεσα στις δύο «κλειδωμένες» σηματοδοτήσεις του σταθμού είναι περίπου 800 μέτρα. Πρόκειται για τυπική επιχειρησιακή απόσταση για να εξασφαλίζεται ότι κάθε τρένο βρίσκεται μόνο του σε συγκεκριμένο τμήμα γραμμής. Με τον τρόπο αυτό, η υποδομή αποτρέπει συγκρούσεις, ανθρώπινα λάθη και μη ελεγχόμενες παραδρομές.
Αυτό που ωστόσο δεν εξηγήθηκε αρμοδίως και έμεινε αναπάντητο είναι ο λόγος αλλαγής χάραξης πορείας, ο οποίος προκάλεσε σύγχυση σε πολλούς επιβάτες. Η έλλειψη ενημέρωσης τροφοδότησε καχυποψία, αμφισβήτηση και ερωτήματα για το αν κάτι πήγε στραβά. Σύμφωνα με την επίσημη τεχνική λογική, η αλλαγή έγινε για να οδηγηθεί το τρένο με ασφάλεια σε αποβάθρα, όμως η καθυστέρηση στην παροχή εξηγήσεων άφησε χώρο για παρερμηνείες.
Και εδώ βρίσκεται το ουσιαστικό ζήτημα: η τεχνολογία αποδεικνύει ότι τα συστήματα λειτουργούν, όμως η επικοινωνία προς το κοινό συχνά υστερεί. Σε μία εποχή όπου η εμπιστοσύνη στο σιδηροδρομικό δίκτυο είναι ακόμη εύθραυστη, η διαφάνεια δεν είναι επιλογή — είναι υποχρέωση.
Τα ψηφιακά συστήματα τηλεδιοίκησης, όταν λειτουργούν πλήρως, εξασφαλίζουν αυτό που ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί: μηδενική πιθανότητα να μπουν δύο τρένα στην ίδια γραμμή ή να υπάρξει λανθασμένη χάραξη. Ο προγραμματισμός, η επιτήρηση και η διερεύνηση περιστατικών καταγράφονται αυτόματα, παρέχοντας αντικειμενικά δεδομένα και αποτρεπτικά μέτρα σε πραγματικό χρόνο.
Το περιστατικό της Σίνδου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά την καχυποψία, η λειτουργία του συστήματος αποδεικνύει ότι η ασφάλεια δεν παραβιάστηκε. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο η τεχνική λειτουργία των συστημάτων, αλλά η άμεση ενημέρωση των πολιτών, ώστε η εμπιστοσύνη να αποκατασταθεί με διαφάνεια και συνέπεια.
Η σιδηροδρομική ασφάλεια δεν κερδίζεται με υποθέσεις, αλλά με δεδομένα. Και στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα δείχνουν ότι το σύστημα λειτούργησε όπως έπρεπε.