Της Μαριάννας Γεωργαντή
![]()
Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, στον Λευκό Οίκο στις 7 Νοεμβρίου 2025, δεν ήταν μια απλή διπλωματική επίσκεψη. Ήταν μια πολιτική κίνηση με πολλαπλά επίπεδα νοήματος, ενεργειακό, γεωπολιτικό και ιδεολογικό. Οι δηλώσεις του Τραμπ, που άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιτραπεί στην Ουγγαρία να συνεχίσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο χωρίς την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων, φανερώνουν έναν στρατηγικό υπολογισμό που ξεπερνά τα στενά όρια της ενεργειακής πολιτικής.
Αρχικά, η Ουγγαρία βρίσκεται σε μια μοναδική θέση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η μόνη χώρα του μπλοκ που διατηρεί ανοιχτή επικοινωνία με τη Μόσχα και στηρίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η χώρα δεν διαθέτει θαλάσσια πρόσβαση και, συνεπώς, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει εύκολα τις ενεργειακές της πηγές. Αυτό δημιουργεί έναν βαθμό «αναγκαστικής εξάρτησης» από τη Ρωσία. Ο Τραμπ, με το να αναγνωρίσει δημόσια αυτήν την πραγματικότητα και να μιλήσει για μια πιθανή εξαίρεση, δεν κάνει απλώς μια πράξη κατανόησης , χαράζει μια νέα γραμμή πολιτικού ρεαλισμού που αντιτίθεται στη μέχρι τώρα αμερικανική και ευρωπαϊκή προσέγγιση των απόλυτων κυρώσεων.
Πίσω από αυτή τη στάση, όμως, κρύβεται μια πιο βαθιά στρατηγική σκέψη. Ο Τραμπ αντιλαμβάνεται ότι η Ουγγαρία μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Ο Όρμπαν έχει διατηρήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με το Κρεμλίνο, ενώ παραμένει εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αυτή η διττή ταυτότητα καθιστά τη Βουδαπέστη πολύτιμο κόμβο επικοινωνίας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι δίαυλοι μεταξύ Δύσης και Μόσχας έχουν παγώσει. Ο Τραμπ, που έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσε να «τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες», γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει ένα αξιόπιστο ενδιάμεσο. Η Ουγγαρία μπορεί να παίξει ακριβώς αυτόν τον ρόλο.
Παράλληλα, η πολιτική αυτή κίνηση έχει και οικονομικές προεκτάσεις. Μια πιθανή αμερικανική «εξαίρεση» θα άνοιγε τον δρόμο για νέες συμφωνίες ενεργειακής συνεργασίας, τόσο με την Ουγγαρία όσο και με άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Ο Τραμπ επιχειρεί να ξαναχτίσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη μέσα από το εμπόριο και την ενέργεια, αντί μέσω πιέσεων και κυρώσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ίδια συνάντηση υπογράμμισε πως οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη «μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στην ιστορία» με την Ευρώπη, αξίας 950 δισ. δολαρίων, μια σαφής προσπάθεια να επανατοποθετηθεί η Ουάσιγκτον ως εταίρος, όχι τιμωρός.
Η απόφαση να υπερασπιστεί τον Όρμπαν, μάλιστα, εντάσσεται και σε ένα ευρύτερο ιδεολογικό αφήγημα. Ο Τραμπ επαινεί τον Ούγγρο ηγέτη για τη σκληρή στάση του στο μεταναστευτικό, τη χαμηλή εγκληματικότητα και την «προστασία της εθνικής κυριαρχίας». Αυτό αντικατοπτρίζει την πολιτική του φιλοσοφία, μια επιστροφή στην έννοια του κράτους-έθνους, αντί για τις υπερεθνικές επιταγές των Βρυξελλών. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ βλέπει στον Όρμπαν έναν σύμμαχο στο νέο δόγμα «πρώτα η χώρα», που φιλοδοξεί να επαναφέρει στην παγκόσμια πολιτική.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η στάση αυτή λειτουργεί επίσης ως μήνυμα προς την Ευρώπη: οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ δεν θα επιβάλλουν άκριτα κυρώσεις που βλάπτουν τους συμμάχους τους, ειδικά όταν πρόκειται για ζητήματα ζωτικής σημασίας όπως η ενέργεια. Αυτό διαφοροποιεί ριζικά τη στάση του από τη σημερινή αμερικανική πολιτική, που στοχεύει στην πλήρη απομόνωση της Ρωσίας. Ο Τραμπ, αντίθετα, επιδιώκει έναν νέο ρεαλισμό , όπου η ισορροπία και ο διάλογος μπορεί να οδηγήσουν σε ειρήνη και σταθερότητα, χωρίς τη συνεχή λογική των κυρώσεων και των αντιπαραθέσεων.
Συνοψίζοντας, η απόφαση του Τραμπ να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αγοράς ρωσικού πετρελαίου από την Ουγγαρία δεν είναι απλώς ενεργειακή. Είναι πολιτική, διπλωματική και στρατηγική. Πίσω από αυτήν κρύβεται η πρόθεση να χρησιμοποιήσει την Ουγγαρία ως διαμεσολαβητή με τη Ρωσία, να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη στη βάση του συμφέροντος και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ηγέτη που μπορεί να επαναφέρει τη σταθερότητα μέσω ρεαλισμού και διαλόγου όχι αντιπαράθεσης.