Της Κορίνας Τριανταφύλλου
![]()
Με αφορμή τα πρόσφατα ευρήματα της μελέτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τις αναπτυξιακές ανάγκες και τη φέρουσα ικανότητα των ελληνικών νησιών, αναδεικνύεται με ιδιαίτερη ένταση ένα κρίσιμο ζήτημα: η βιωσιμότητα του τουριστικού μοντέλου της χώρας. Τα στοιχεία της μελέτης καταδεικνύουν πως, παρά την εντυπωσιακή άνοδο των αφίξεων και των εσόδων, τα νησιά βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με τα όριά τους σε υποδομές, διοίκηση και φυσικούς πόρους. Το άρθρο που ακολουθεί επιχειρεί να φωτίσει αυτήν την πραγματικότητα, να αναδείξει τους κινδύνους που εγκυμονεί η απουσία στρατηγικού σχεδίου, αλλά και να καταθέσει προτάσεις για μια νέα, βιώσιμη πορεία του ελληνικού τουρισμού.
Εν αρχή:
Τα ελληνικά νησιά αποτελούν αναμφισβήτητα έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας της χώρας — καθώς η Ελλάδα δεν διαθέτει «βαριά» βιομηχανία, ο τουρισμός είναι το κύριο μέσο παραγωγής και εισοδήματος. Ωστόσο, αυτή η εξάρτηση από τον τουρισμό θέτει πλέον ένα κρίσιμο δίλημμα: αν δεν ληφθούν άμεσα και στοχευμένα μέτρα υποδομής, ο ίδιος ο τουρισμός μπορεί να γίνει η αιτία της κατάρρευσης του μοντέλου.
Το σημερινό τοπίο – επιτυχίες και πιέσεις
Τα νησιά της Ελλάδας έχουν καταγράψει εξαιρετικές επιδόσεις: οι αφίξεις έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαπενταετία, φτάνοντας στα 16 εκατομμύρια επισκέπτες το 2024. Επιπλέον, τα ελληνικά νησιά καλύπτουν περίπου το 11 % του παγκόσμιου νησιωτικού τουρισμού και επτά από αυτά βρίσκονται στη λίστα των 30 πιο δημοφιλών προορισμών παγκοσμίως.
Όμως, η ανάπτυξη αυτή συνοδεύεται από σοβαρές πιέσεις: κατά τους μήνες αιχμής, η τουριστική πυκνότητα φτάνει τους 33 επισκέπτες ανά km² ημερησίως — έναντι μόλις 2-3 στους υπόλοιπους προορισμούς της Ελλάδας και της Μεσογείου.
Παρά την εκρηκτική αύξηση της ζήτησης, οι επενδύσεις υποδομών ανά κάτοικο την τελευταία 20ετία παρέμειναν περίπου στο ίδιο επίπεδο με την ενδοχώρα — παρότι οι ανάγκες στα νησιά είναι πολύ μεγαλύτερες.
Ακόμα: ο πληθυσμός των νησιών κατά τη θερινή περίοδο αυξάνεται κατά μέσο όρο 50% σε σχέση με τον μόνιμο, ενώ σε περιπτώσεις ξεπερνά και το 100%. Τέλος, τα κόστη λειτουργίας στα νησιά είναι αυξημένα — κατά περίπου 15% — λόγω logistics, έλλειψης οικονομιών κλίμακας και ανάγκης για εφεδρείες.
Ο κίνδυνος – όταν η επιτυχία «στραγγαλίζεται» από υποδομές σε πίεση
Η εικόνα που διαμορφώνεται δεν είναι απλώς ανησυχητική: είναι επικίνδυνη. Όταν ένα νησί λειτουργεί σε καθεστώς υπερφόρτωσης, με μεγάλες διακυμάνσεις πληθυσμού και εντεινόμενες ανάγκες σε νερό, ενέργεια, μεταφορές και διαχείριση αποβλήτων, τότε η φέρουσα ικανότητα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Όπως τονίζει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετική μελέτη της: «η υποδομή λειτουργεί στα όριά της». Σε αυτό το πλαίσιο, η συνέχιση του τουριστικού μοντέλου χωρίς αναπροσαρμογή κινδυνεύει να οδηγήσει σε φθίνουσα ανταγωνιστικότητα, σε απώλεια της ποιότητας του προορισμού — άρα και σε οικονομική υποχώρηση.
Για παράδειγμα, χωρίς επαρκή επένδυση σε ύδρευση και διαχείριση νερού, η οποία ήδη αποτελεί κρίσιμο ζήτημα στα νησιά, δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς τη βιωσιμότητα της τουριστικής περιόδου.
Οι αριθμοί των επενδύσεων – τι χρειάζεται να γίνει
Η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας αποτιμά ότι οι επενδυτικές ανάγκες στα ελληνικά νησιά ανέρχονται σε περίπου 35 δισ. ευρώ έως το 2035 (ήτοι περίπου 3,5 δισ. ευρώ ετησίως) για να καλυφθούν οι κρίσιμες υποδομές: μεταφορές, ενέργεια, νερό, διαχείριση αποβλήτων.
Συγκεκριμένα, από τα 2 δισ. ευρώ περίπου που επενδύονται σήμερα ετησίως, απαιτείται επιπλέον:
- ~1 δισ. ευρώ ετησίως για την κάλυψη της εποχικής αύξησης του πληθυσμού κατά ~50%
- ~0,5 δισ. ευρώ ετησίως για την αντιμετώπιση της πρόσθετης «νησιωτικής επιβάρυνσης» (~15%)
Παράλληλα, η χρηματοδότηση μπορεί να αντληθεί από: - Τέλη διαμονής και κρουαζιέρας (σήμερα εισπράττονται περίπου 400 εκατ. ευρώ ετησίως στα νησιά) — με την προϋπόθεση της θεσμοθέτησης «ανταποδοτικότητας» (ring-fencing) ώστε τα έσοδα να επιστρέφουν στις περιοχές προέλευσής τους.
- Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), παραχωρήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα (RRF, ΕΣΠΑ) και χαμηλότοκα δάνεια της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ωστόσο, η μελέτη επισημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά χρηματοδοτικό — αλλά δομικό: η κατακερματισμένη διακυβέρνηση, η έλλειψη τεχνικών υπηρεσιών σε ¾ των νησιωτικών δήμων και η ανυπαρξία ενός ενιαίου φορέα που θα συγκεντρώνει και θα συντονίζει τα έργα, αποτελούν εμπόδια στην υλοποίηση.
Προτάσεις – το κρίσιμο στοίχημα της διοίκησης και του σχεδιασμού
Για να μην γίνει η επιτυχία του παρόντος η αποτυχία του μέλλοντος, απαιτείται όχι μόνο χρήμα — αλλά ένας νέος σχεδιασμός. Η πρόταση είναι σαφής:
- Σύσταση μιας έξυπνης, Εθνικής Αρχής Υποδομών Νησιών, η οποία θα αναλάβει: τον στρατηγικό σχεδιασμό, τη συγκέντρωση και κατανομή πόρων, την ιεράρχηση έργων με αντικειμενικά κριτήρια, τη συντονισμένη υλοποίηση μέσω ενιαίων ψηφιακών μηχανισμών (fast-track αδειοδοτήσεις).
- Ολοκλήρωση των τοπικών αναπτυξιακών σχεδίων και του «Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό» στα νησιά.
- Δημιουργία τεχνικού υποστηρικτικού μηχανισμού – περιφερειακών/δινησιωτικών συνεργειών – με στόχο την υπερκέραση της έλλειψης τεχνικής υπηρεσίας που ταλανίζει πολλούς νησιωτικούς δήμους.
Χωρίς τέτοια διοικητική αναδιάρθρωση, ακόμη και αν εξασφαλιστούν τα χρήματα, τα έργα θα συνεχίσουν να «μπλοκάρουν» σε μελέτες και γραφειοκρατικά στάδια — με αποτέλεσμα η τουριστική φέρουσα ικανότητα να ξεπερνιέται σταδιακά.
Το στοίχημα για το μέλλον – κίνδυνοι και ευκαιρίες
Εάν κινηθούμε άμεσα, η επένδυση αυτή αποδίδει: η μελέτη της ΕΤΕ εκτιμά ότι μπορούν να αυξηθούν οι εισπράξεις στον τουρισμό κατά 45% (+≈5 δισ. ευρώ) μέσα σε μια δεκαετία, και το ΑΕΠ των νησιών από ~24 δισ. ευρώ να ανέλθει σε περίπου ~30 δισ. ευρώ, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για απασχόληση και εξαγωγές.
Αντίθετα, η μη δράση συνεπάγεται: μείωση της ανταγωνιστικότητας, περιβαλλοντική υποβάθμιση, συνεχιζόμενη υπερφόρτωση υποδομών, απώλεια τουριστών και ενδεχομένως «κορεσμό» του μοντέλου. Όπως επισημαίνεται, δεν πρόκειται πλέον για θέμα «περισσότερων επισκεπτών», αλλά για θέμα ποιότητας, βιωσιμότητας και στρατηγικής διαχείρισης.
Η αλλαγή παραδείγματος — από μαζικό τουρισμό σε έξυπνες, υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, με άνοιγμα σε νέες διεθνείς αγορές (π.χ. ΗΠΑ, Ασία) και καλύτερη κατανομή της περιόδου (μείωση της συγκέντρωσης Ιουλίου-Αυγούστου) — αποτελεί κρίσιμο παράγοντα.
Συμπέρασμα – και έκκληση προς την κυβέρνηση
Η κατάσταση στα ελληνικά νησιά έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί ότι η επιτυχία του τουρισμού δεν αποτελεί επ’ άπειρον εγγύηση — ειδικά όταν οι υποδομές δεν ανταποκρίνονται στην κλιμάκωση της ζήτησης και στις ιδιαιτερότητες των νησιωτικών περιοχών.
Η χρονική συγκυρία είναι ευνοϊκή: η Ελλάδα διαθέτει ήδη αναγνωρισμένο όνομα στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, υπάρχει διαθέσιμο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό πλαίσιο (RRF, ΕΣΠΑ), και το θεσμικό περιβάλλον μπορεί να αναβαθμιστεί. Αλλά απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις, και όχι απλώς ήσσονος σημασίας βελτιώσεις.
Η προτεινόμενη Εθνική Αρχή πρέπει να γίνει πραγματικότητα — όχι ως τυπικό «όργανο», αλλά ως μηχανισμός εκτέλεσης και λογοδοσίας. Η «ανταποδοτικότητα» των τελών διαμονής και κρουαζιέρας πρέπει να θεσπιστεί άμεσα — ώστε τα έσοδα που παράγονται να επενδύονται άμεσα στους τόπους που τα δημιουργούν.
Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα θα ζήσει το παράδοξο: ενώ τα νησιά της θα συνεχίζουν να προσελκύουν επισκέπτες, θα καταλήγουν λιγότερο ελκυστικά, λόγω της φθοράς, της υποβάθμισης και της απώλειας ποιότητας – με οδυνηρές συνέπειες για την εθνική οικονομία.
Η επιλογή είναι απλή: επένδυση, σχεδιασμός, διακυβέρνηση — ή σταδιακή παρακμή. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να δράσει σήμερα ώστε τα νησιά μας να διατηρήσουν τον ρόλο τους ως κορυφαίοι παγκόσμιοι προορισμοί — και όχι να μετατραπούν σε παραδείγματα του πώς η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας οδηγεί σε κρίση.