Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ δημοσιοποίησε ένα κείμενο τριάντα τριών σελίδων για τη «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας», στο οποίο επισημαίνει ότι η Ευρώπη κινδυνεύει με «πολιτισμική εξάλειψη» λόγω της μεταναστευτικής ροής από μουσουλμανικές χώρες και διακηρύσσει πως η «εποχή της μαζικής μετανάστευσης» πρέπει να λάβει τέλος.
Στο έγγραφο τονίζεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος «πολιτισμικής εξάλειψης» για την ευρωπαϊκή ήπειρο και σημειώνεται πως «αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, η ήπειρος θα είναι αγνώριστη σε 20 χρόνια ή και λιγότερο». Παράλληλα η κυβέρνηση Τραμπ δηλώνει πως επιδιώκει να «αποκαταστήσει την αμερικανική κυριαρχία» στη Λατινική Αμερική και παρουσιάζει προθέσεις για ευρεία αναπροσαρμογή της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ διεθνώς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν προτεραιότητες που θεωρούνται πιο άμεσες.
Η επίλυση του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας προβάλλεται ως βασικός στόχος. Το κείμενο υπογραμμίζει ότι «είναι πρωταρχικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπραγματευτούν την ταχεία παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία» με σκοπό τη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Το έγγραφο ασκεί κριτική σε ευρωπαίους αξιωματούχους που, σύμφωνα με την αμερικανική πλευρά, έχουν «μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον πόλεμο» και επισημαίνει ότι η αδυναμία των κρατών αυτών να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις οφείλεται σε πολιτική αστάθεια.
Στο κείμενο γίνεται αναφορά στην «απώλεια εθνικής ταυτότητας» των ευρωπαϊκών χωρών και συνδέεται αυτή η εξέλιξη με μεταναστευτικές πολιτικές που, κατά την αμερικανική κυβέρνηση, «μεταμορφώνουν την ήπειρο». Παράλληλα αναπαράγεται η εκτίμηση ότι στο μέλλον «τα μέλη του ΝΑΤΟ θα είναι κυρίως μη ευρωπαϊκά». Ο Λευκός Οίκος επικρίνει τις ευρωπαϊκές επιλογές που θεωρεί ότι «υπονομεύουν την πολιτική ελευθερία και την κυριαρχία» και αναφέρεται στη «λογοκρισία της ελευθερίας της έκφρασης», στη μείωση των γεννήσεων και στην «απώλεια εθνικών ταυτοτήτων». Η Ουάσινγκτον εκφράζει την προσδοκία «η Ευρώπη να παραμείνει ευρωπαϊκή» και να ενισχύσει την πολιτισμική αυτοπεποίθησή της.
Σε σχέση με τη Λατινική Αμερική, το κείμενο ζητεί «την αποκατάσταση της αμερικανικής κυριαρχίας» στην περιοχή και προαναγγέλλει «αναπροσαρμογή» της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, ώστε να αντιμετωπιστούν άμεσα οι απειλές που επηρεάζουν την αμερικανική ήπειρο, ενώ ταυτόχρονα να περιοριστεί η παρουσία των ΗΠΑ σε ζώνες όπου η στρατηγική σημασία έχει μειωθεί.
Όσον αφορά την Κίνα, το έγγραφο επαναφέρει την ανάγκη για μια «ανοικτή και ελεύθερη» περιοχή Ασίας και Ειρηνικού, δίνοντας όμως ιδιαίτερο βάρος στον οικονομικό ανταγωνισμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούν την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα να συμβάλουν περισσότερο στην υποστήριξη της άμυνας της Ταϊβάν και επισημαίνουν ότι «πρέπει να ενθαρρύνουμε αυτές τις χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες» για να αποτρέψουν πιθανή επίθεση.
Με ιδιαίτερη έμφαση παρουσιάζεται η θέση ότι «η εποχή της μαζικής μετανάστευσης πρέπει να τερματιστεί». Το κείμενο αναφέρει ότι «η ασφάλεια των συνόρων είναι βασικό στοιχείο της εθνικής ασφάλειας» και προσθέτει: «Πρέπει να προστατεύσουμε τη χώρα μας από εισβολές, όχι μόνο από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, αλλά και από διασυνοριακές απειλές όπως η τρομοκρατία, τα ναρκωτικά, η κατασκοπεία και η διακίνηση ανθρώπων». Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ανακοίνωση των αμερικανικών υπηρεσιών Ιθαγένειας και Μετανάστευσης, που ανέστειλαν την εξέταση αιτημάτων για «πράσινη κάρτα» και πολιτογράφηση πολιτών δεκαεννέα χωρών.
Το κείμενο υποδηλώνει γενικότερη επανατοποθέτηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, προσαρμοσμένη στις γεωπολιτικές αλλαγές των τελευταίων ετών.