Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025


ΑρχικήΕιδήσειςΚόσμοςΣυνάντηση Βαρθολομαίου-Πάπα στη Νίκαια: Πόσο εφικτή είναι η ιστορική «επανένωση» του Χριστιανισμού;

Συνάντηση Βαρθολομαίου-Πάπα στη Νίκαια: Πόσο εφικτή είναι η ιστορική «επανένωση» του Χριστιανισμού;

Του Σωτήρη Σκουλούδη

Η Νίκαια της Βιθυνίας έγινε στις 28 Νοεμβρίου 2025 τόπος ενός συγκινητικού, για κάθε Χριστιανό, γεγονότος με ισχυρό συμβολισμό: ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ συναντήθηκαν με αφορμή τα 1.700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο . Η επιλογή του χώρου, όπου τον 4ο αιώνα διατυπώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως, ενίσχυσε τον εκκλησιαστικό και ιστορικό χαρακτήρα της στιγμής.


Οι δύο Προκαθήμενοι προσευχήθηκαν από κοινού στον αρχαιολογικό χώρο της παλαιάς βασιλικής, ενώ παρόντες ήταν εκπρόσωποι πολλών χριστιανικών παραδόσεων — Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Αγγλικανοί και Προτεστάντες — σε ένα σπάνιο δείγμα ευρύτερης χριστιανικής σύμπραξης . Η συμμετοχή τόσων διαφορετικών εκκλησιαστικών οικογενειών προσέδωσε στη συνάντηση χαρακτήρα παγκόσμιου μηνύματος ενότητας.

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στάθηκε στη «διαχρονική αξία» της Νίκαιας, τονίζοντας ότι η μνήμη της Α΄ Συνόδου δεν αποτελεί απλώς ιστορική αναφορά αλλά πρόσκληση σε ανανεωμένη πορεία προς την ενότητα. Υπογράμμισε ότι η κοινή κληρονομιά που πηγάζει από το Σύμβολο Πίστεως μπορεί να αποτελέσει βάση για συνέχιση του διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών .

Από την πλευρά του, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ επέμεινε ότι το Σύμβολο της Πίστεως παραμένει θεμέλιο για μια «πορεία προς την πλήρη κοινωνία» μεταξύ των χριστιανών. Καταδίκασε κάθε χρήση της θρησκείας ως εργαλείο βίας ή διχασμού, καλώντας σε διάλογο και αδελφοσύνη. Σε μία από τις πλέον συμβολικές στιγμές, Πατριάρχης και Πάπας απήγγειλαν μαζί το Σύμβολο της Πίστεως με την ίδια διατύπωση, εξέλιξη που χαρακτηρίστηκε ιστορική από εκκλησιαστικούς παρατηρητές

Πέρα από τα τελετουργικά, η συνάντηση κατέληξε σε κοινή δήλωση υπέρ της συνέχισης του θεολογικού διαλόγου και της συνεργασίας σε ζητήματα όπως η προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων σε περιοχές κρίσεων, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση της ειρήνης. Η Νίκαια, 1.700 χρόνια μετά, λειτούργησε ξανά ως σημείο συνεννόησης και αναφοράς για την παγκόσμια Χριστιανοσύνη .

Για την Ορθοδοξία και ιδίως για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η συνάντηση αποτελεί σημαντικό βήμα ενίσχυσης του ρόλου του στον διεθνή διαθρησκειακό διάλογο. Παράλληλα, για τους Έλληνες πιστούς, το γεγονός αντανακλά τη σημασία της ορθόδοξης παράδοσης στη διαμόρφωση της παγκόσμιας εκκλησιαστικής ιστορίας. Η επιστροφή στη Νίκαια λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η ενότητα, ακόμη και μετά από αιώνες σχισμάτων, μπορεί να αναζητηθεί με πραγματικούς όρους.

Σε μια εποχή διεθνών εντάσεων, η εικόνα των δύο Προκαθημένων να στέκονται μαζί στο σημείο όπου διαμορφώθηκε ο πυρήνας της χριστιανικής πίστης έδωσε ανάσα αισιοδοξίας — και ίσως έναν νέο ορίζοντα για το μέλλον των σχέσεων Ανατολής και Δύσης.

Είναι όμως τόσο απλό, να γεφυρωθεί ένα χάσμα τόσων αιώνων, απλά με κάποιες ενέργειες, έστω και εμβληματικές όπως η συγκεκριμένη, και να έρθουν όντως οι δύο εκκλησίες πιο κοντά;

(Πολιτική) ενότητα ή (θρησκευτική) ενοποίηση;

Σαφείς και εκτενείς δηλώσεις για τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία κάνει στους Attica Times ο οικονομολόγος και αναλυτής Ανδρέας Τσιφτσιάν, ο οποίος επισημαίνει ότι οι αποκλίσεις δεν είναι απλώς λειτουργικές ή πολιτικές, αλλά «βαθιά φιλοσοφικές και αδιαπραγμάτευτες».

«Οι διαφορές μας με τους καθολικούς είναι τεράστιες», αναφέρει ο κ. Τσιφτσιάν, τονίζοντας ότι αυτές εκτείνονται από τη θεολογία και τη λατρεία έως την κοσμοθεωρία και την αντίληψη για το ίδιο το θείο. «Από πολιτικής άποψης, είναι καλό να υπάρχει συνεργασία, αλλά μόνο με κόκκινες γραμμές. Χωρίς συμβιβασμούς σε ζητήματα Πίστεως», υπογραμμίζει, σημειώνοντας ότι η πολιτική συμμαχία είναι άλλο πράγμα από την ενότητα της Πίστης, η οποία «προϋποθέτει ενότητα διδασκαλίας και όχι απλή σύγκλιση συμφερόντων».

Όπως εξηγεί, το θεμελιώδες χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι «η θεολογική προσέγγιση των καθολικών είναι καταφατική και σχολαστική», βασισμένη στη λογική και στον ορθολογισμό, «γεμάτη συμβολισμούς και προσπάθειες περιγραφής του θείου με ανθρώπινες έννοιες». Κεντρικό ρόλο σε αυτή την παράδοση, όπως λέει, είχε ο Θωμάς Ακινάτης, ο οποίος «νόμισε ότι η ορθολογική μέθοδος του Αριστοτέλη αρκούσε για να περιγράψει οντολογικές πραγματικότητες — και αυτό ήταν το βασικό του λάθος».

Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Τσιφτσιάν, η ορθόδοξη παράδοση έχει τις ρίζες της στη βαθιά αφαιρετικότητα και στον αποφατικό στοχασμό των Ελλήνων φιλοσόφων, από τους νεοπλατωνικούς έως τους Πατέρες της Εκκλησίας. «Οι Έλληνες είχαν ήδη εισαγάγει μια πρωτοπορία που ο αρχαίος κόσμος δεν γνώριζε: την οντολογία και την εννοιολόγηση του μηδενός και του απείρου», σημειώνει. «Χωρίς την αποφατική φιλοσοφία δεν θα υπήρχε ούτε αποφατική τέχνη ούτε αποφατική ποίηση».

Ο κ. Τσιφτσιάν υπογραμμίζει ότι η Ορθοδοξία δεν λειτουργεί συμβολικά, αλλά μυστηριακά. «Γι’ αυτό οι καθολικοί έχουν επτά μυστήρια, ενώ για εμάς η Εκκλησία είναι 7 + άπειρα. Κάθε πράξη της είναι μυστήριο — από μια παρακλητική ευχή έως την εξόδιο ακολουθία». Σημειώνει μάλιστα ότι στην Ορθοδοξία «δεν υπάρχει τίποτε που να συμβολίζει και τίποτε που να συμβολίζεται. Όλα είναι πραγματικά».

Παράλληλα, ασκεί κριτική στη σχολαστική περιγραφή του θείου: «Οι καθολικοί δείχνουν την κόλαση με καζάνια και τσιγκέλια. Εμείς την κατανοούμε ως απουσία Θεού». Εξηγεί ότι η Ορθοδοξία δεν επιχειρεί να πει τι είναι ο Θεός, αλλά «τι δεν είναι», καθώς ο Θεός είναι «απερινόητος, άρρητος, άναρχος, ακατάληπτος, άκτιστος».

Ο κ. Τσιφτσιάν επισημαίνει ότι η μεγαλύτερη αλλοίωση στη Δύση αφορά τη Χάρη: «Για τους καθολικούς η Χάρη είναι κτιστή. Είναι ένα βοήθημα που δίνεται ως ανταμοιβή. Αυτό τους οδηγεί σε αίρεση, διότι εγκλωβίζουν το θείο στις δυνατότητες της ανθρώπινης διάνοιας». Αντιθέτως, στην Ορθοδοξία «η Χάρη είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού και η Σωτηρία είναι θέωση — πραγματική ένωση με τον Θεό, όχι συμβολική ηθική δικαίωση».

Καταλήγοντας, σημειώνει με νόημα: «Οι καθολικοί δεν μπορούν να ερωτευθούν τον Θεό· μπορούν μόνο να νομίζουν ότι τον αγαπούν. Διότι πώς να αγαπήσεις την ίδια την Αγάπη;» Και υπενθυμίζει ότι στην Ορθοδοξία «η μόνη θεολογική αυθεντία είναι η Οικουμενική Σύνοδος και κανένας άνθρωπος δεν είναι αλάθητος».

«Τους δόθηκε μια ευκαιρία αποφατικότητας», καταλήγει, «αλλά την εξάντλησαν στον Πάπα αντί στον Θεό».



Ροη Ειδήσεων