Του Κίμωνα Λογοθέτη
![]()
Ο Δεκέμβριος είναι, παραδοσιακά, ένας από τους πιο δύσκολους μήνες του χρόνου από πλευράς εξόδων. Μέσα σε φόρους, λογαριασμούς, υποχρεώσεις και γιορτές, έρχονται να προστεθούν και τα τέλη κυκλοφορίας, προκαλώντας εύλογη αγανάκτηση στους πολίτες. Και η αγανάκτηση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν, την ίδια στιγμή, στους σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους πληρώνουμε και διόδια, ενώ στο υπόλοιπο οδικό δίκτυο η εικόνα παραμένει απογοητευτική. Λακκούβες, σβησμένες διαγραμμίσεις, κατεστραμμένα στηθαία, ελλιπής φωτισμός. Το ερώτημα επανέρχεται κάθε χρόνο: πού πάνε τελικά αυτά τα χρήματα; Θεωρητικά, το σύστημα είναι ξεκάθαρο. Το οδικό δίκτυο της χώρας δεν συντηρείται ενιαία από το κράτος. Οι κεντρικές οδικές αρτηρίες ανήκουν στην αρμοδιότητα των Περιφερειών, ενώ οι δρόμοι εντός αστικού ιστού, οι μικρότεροι δρόμοι και τα στενά συντηρούνται από τους Δήμους.
![]()
Στην Αττική, για παράδειγμα, μεγάλοι άξονες όπως η Βουλιαγμένης, η Συγγρού και ο Κηφισός υπάγονται στην αρμοδιότητα της Περιφέρεια Αττικής, ενώ το εσωτερικό οδικό δίκτυο κάθε περιοχής αποτελεί ευθύνη των οικείων δήμων. Τα τέλη κυκλοφορίας, όπως και τα χρήματα που προέρχονται από τροχαίες παραβάσεις, θα έπρεπε κανονικά να έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Δηλαδή να επιστρέφουν στον πολίτη με τη μορφή ασφαλέστερων δρόμων, καλύτερης σήμανσης, επαρκούς φωτισμού και σύγχρονων υποδομών. Στην πράξη όμως, αυτό δεν συμβαίνει στον βαθμό που θα έπρεπε. Και ο βασικός λόγος είναι ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο ταμείο οδικής ασφάλειας με αποκλειστικό σκοπό τη συντήρηση και αναβάθμιση του οδικού δικτύου.
Αντίθετα, κάθε Δήμος και κάθε Περιφέρεια καλείται να καταρτίσει τον δικό του σχεδιασμό, να διεκδικήσει χρηματοδότηση και να υλοποιήσει έργα συντήρησης. Στο ενδιάμεσο, τα έσοδα από τέλη και πρόστιμα καταλήγουν να καλύπτουν γενικότερες ανάγκες του κράτους, μπαλώνοντας τρύπες σε προϋπολογισμούς που δεν σχετίζονται άμεσα με την οδική ασφάλεια. Όχι απαραίτητα από κακή πρόθεση, αλλά συχνά από έλλειψη σχεδιασμού, ελέγχου και προτεραιοτήτων.
![]()
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από τη χρόνια υποστελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών τόσο των δήμων όσο και των περιφερειών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό, εξοπλισμό ή χρόνο για να ασκήσουν σωστά τα καθήκοντά τους. Σε άλλες, παρατηρείται πλημμελής άσκηση καθηκόντων, αδιαφορία ή και πλήρης απουσία συστηματικού ελέγχου του οδικού δικτύου. Σε έναν στοιχειωδώς οργανωμένο μηχανισμό, θα έπρεπε κάθε οδικός άξονας να επιθεωρείται από αρμόδιο μηχανικό τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο. Να καταγράφονται οι φθορές, να εντοπίζονται οι ελλείψεις και να προγραμματίζονται άμεσες παρεμβάσεις. Η πραγματικότητα, όμως, των ελληνικών δρόμων δείχνει ακριβώς το αντίθετο.
Σβησμένες διαγραμμίσεις που εξαφανίζονται με την πρώτη βροχή. Λακκούβες που παραμένουν για μήνες. Βουλωμένα φρεάτια ομβρίων που μετατρέπουν τον δρόμο σε παγίδα. Στηθαία ασφαλείας κατεστραμμένα από τροχαία και παρατημένα στην τύχη τους. Ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους υψηλής κυκλοφορίας, όπως η Συγγρού, η παραλιακή ή η Κηφισίας, συναντά κανείς σβηστά φώτα, ελλιπή φωτισμό και επικίνδυνα σκοτεινά σημεία. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, για παράδειγμα, οι πινακίδες είναι σε τέτοια κατάσταση που δύσκολα μπορεί κανείς να βρει έστω μία πλήρως ευδιάκριτη.
Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός κακοσυντηρημένου οδικού δικτύου, που όχι μόνο ταλαιπωρεί τους οδηγούς, αλλά συχνά συμβάλλει και σε τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα. Έτσι, το ερώτημα «πού πάνε τα χρήματα;» αποκτά μια πικρή απάντηση: πηγαίνουν αλλού. Όχι επειδή δεν χρειάζονται οι δρόμοι συντήρηση, αλλά επειδή κάποιοι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους και το σύστημα δεν επιβάλλει σαφείς κανόνες και λογοδοσία. Τι πρέπει να αλλάξει; Πρώτα απ’ όλα, η δημιουργία ενός ενιαίου ταμείου οδικής ασφάλειας, στο οποίο θα κατευθύνονται υποχρεωτικά τα έσοδα από τέλη κυκλοφορίας και τροχαίες παραβάσεις.
![]()
Το ταμείο αυτό θα πρέπει να κατανέμει τους πόρους αναλογικά, βάσει πραγματικών αναγκών και αντικειμενικών κριτηρίων. Μεγάλο μέρος των κονδυλίων οφείλει να κατευθύνεται στις Περιφέρειες και ειδικά στην Περιφέρεια Αττικής, που διαχειρίζεται πάνω από 1.700 χιλιόμετρα οδικού δικτύου με τις μεγαλύτερες κυκλοφοριακές ροές της χώρας. Η ιεράρχηση πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα. Ο αριθμός διελεύσεων, ο βαθμός φθοράς, η επικινδυνότητα. Ο Κηφισός, με τις περισσότερες διελεύσεις οχημάτων στην Ελλάδα, θα έπρεπε να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα. Το ίδιο και η Κηφισίας, η Ποσειδώνος, η Μεσογείων.
Από αυτούς τους δρόμους πρέπει να ξεκινήσει η συντήρηση και να αποτελέσουν υπόδειγμα για το υπόλοιπο δίκτυο. Τέλος, απαιτούνται αυστηρές κυρώσεις για την αδιαφορία και την πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Οι επίορκοι ή αδιάφοροι δημόσιοι υπάλληλοι των τεχνικών υπηρεσιών, που δεν εκτελούν αυτοψίες και δεν αποκαθιστούν επικίνδυνες φθορές, πρέπει να ελέγχονται και να τιμωρούνται.
Γιατί όταν το οδικό δίκτυο μετατρέπεται σε αιτία ατυχημάτων, η ευθύνη δεν είναι αφηρημένη. Είναι συγκεκριμένη – και πληρώνεται καθημερινά από τους πολίτες, με χρήματα αλλά και με ανθρώπινες ζωές.