Για τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και τις εξαγγελίες της ΔΕΘ μιλά ο Bασίλης Βιλιάρδος, Οικονομολόγος, Βουλευτής Β1′ Βόρειου Τομέα Αθηνών της Ελληνικής Λύσης και Αντιπρόεδρος της Βουλής στους atticatimes.gr και στην Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη. «Στο 7μηνο η υπεραπόδοση φόρων ήταν 2,3 δις € μεγαλύτερη από τα ήδη αυξημένα μεγέθη του προϋπολογισμού – οπότε σε ετήσια βάση θα είναι περί τα 4 δις €. Επομένως, με δεδομένο το ότι τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός υπολογίζονται στο 1,5 δις € σε ετήσια βάση, καταλαβαίνει κανείς πως θα εισπράξει από την υπερφορολόγηση 100 € και θα μοιράσει τα 30 € – προφανώς θεωρώντας τους πολίτες οικονομικά αναλφάβητους, εάν όχι ανόητους».
Πώς αξιολογείτε τα οικονομικά μέτρα που ακούσαμε από τον Πρωθυπουργό στη φετινή ΔΕΘ;
Β.Β.: Ο Πρωθυπουργός συνεχίζει την πολιτική των επιδομάτων ελεημοσύνης που χαρακτηρίζει όλες τις κυβερνήσεις των μνημονίων – τα οποία ασφαλώς δεν έχουν τελειώσει. Θα διαρκέσουν το λιγότερο έως το 2060, όπως αναγράφεται με σαφήνεια στο 3ο μνημόνιο – υπό την προϋπόθεση βέβαια πως θα έχει έως τότε εξοφληθεί το 75% των δανείων μας απέναντι στους Ευρωπαίους.
Αυτό που θα έπρεπε τώρα να ενδιαφέρει την κυβέρνηση, είναι η αύξηση του μέσου μισθού σε όρους αγοραστικής αξίας – του ωρομισθίου, όπου έχουμε καταντήσει τελευταίοι στην ΕΕ, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ. Επίσης του κατά κεφαλήν εισοδήματος, όπου περνάμε πια μόνο τη Βουλγαρία – η οποία όμως σύντομα θα μας ξεπεράσει, αφού το δικό της αυξήθηκε κατά 13 μονάδες από το 51% στο 64% του μέσου της ΕΕ από το 2018 έως το 2023, ενώ το δικό μας μόλις κατά μία, από το 66% περίπου στο 67%.
Επίσης η μείωση της υπερφορολόγησης των Πολιτών, σημειώνοντας πως η φορολογία στη χώρα μας είναι υψηλότερη από το μέσον όρο της ΕΕ – στο 43% του ΑΕΠ, έναντι 41% της ΕΕ. Συνεχίζεται δε η φοροεπιδρομή, αφού στο 7μηνο η υπεραπόδοση φόρων ήταν 2,3 δις € μεγαλύτερη από τα ήδη αυξημένα μεγέθη του προϋπολογισμού – οπότε σε ετήσια βάση θα είναι περί τα 4 δις €.
Επομένως, με δεδομένο το ότι τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός υπολογίζονται στο 1,5 δις € σε ετήσια βάση, καταλαβαίνει κανείς πως θα εισπράξει από την υπερφορολόγηση 100 € και θα μοιράσει τα 30 € – προφανώς θεωρώντας τους πολίτες οικονομικά αναλφάβητους, εάν όχι ανόητους.
Γενικότερα τώρα στα επιμέρους μέτρα που ανέφερε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, είναι γνωστή η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης – σύμφωνα με την οποία εξαγγέλλει πολλά και πραγματοποιεί πολύ λιγότερα μετά, όταν το θέμα έχει πια ξεχαστεί. Παράδειγμα οι πλημμύρες στη Θεσσαλία – όπου ακόμη δεν έχουν αποζημιωθεί αγρότες και Πολίτες. Από την άλλη πλευρά, πώς να αποζημιωθούν, όταν η κυβέρνηση έλαβε μόλις 27 εκ. € από την ΕΕ, κατά τις δηλώσεις του Ευρωβουλευτή της κ. Αυτιά; Λογικά λόγω αδιαφορίας, εάν όχι ανικανότητας;
Όσον αφορά ειδικά τα μέτρα για την οικονομία, ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε περαιτέρω αύξηση των συντάξεων, ύψους από 2,2% έως 2,5% – ένα ποσοστό που ασφαλώς δεν καλύπτει τις απώλειες από την ακρίβεια, πόσο μάλλον στα βασικά είδη που αφορούν τους ασθενέστερους, όπως φάρμακα και τρόφιμα. Η αύξηση του κατώτατου μισθού που επίσης εξαγγέλθηκε, είναι ένα μέτρο «με τις τσέπες των άλλων» – ενώ αυξάνει στην ουσία τις ασφαλιστικές εισφορές που εισπράττει το κράτος, δηλαδή ο ΕΦΚΑ. Σε σχέση δε με τις αυξήσεις στο δημόσιο και με τα επιδόματα, 100 € και 40 €, είναι επίσης κάτω από τον πληθωρισμό – ενώ δεν είναι σαφές πότε θα δοθούν.
Όπως αναφέραμε, το βασικό ζήτημα είναι η αύξηση του μέσου μισθού – η οποία όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί διοικητικά, αφού η οικονομία μας δεν είναι σοβιετικού τύπου, αλλά μέσω της αύξησης της παραγωγικότητα της εργασίας που προϋποθέτει επενδύσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, θα επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων μας – η οποία έχει ήδη υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, όπως τεκμηριώνεται από το εμπορικό μας έλλειμα που εκτοξεύθηκε στα 19,39 δις € στο επτάμηνο του 2024.
Όταν έχουμε «κατρακυλήσει» βέβαια στη θέση 113 στην κλίμακα των οικονομικών ελευθεριών, με το δημόσιο και τη δικαιοσύνη να παραπαίουν, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες αύξησης των επενδύσεων στη χώρα μας – οπότε τα 1.500 € μέσο μισθό που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός έως το 2027 είναι ουτοπικά, εκτός εάν εννοούσε μαζί με τον πληθωρισμό, προβλέποντας τον ακόμη μεγαλύτερο από τον ήδη θηριώδη σήμερα. Παρεμπιπτόντως εδώ, επειδή ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού μας είναι υψηλότερος από την ΕΕ, στο 3,1% ο εναρμονισμένος έναντι 2,2% στην ΕΕ, μειώνεται ανάλογα και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Σε σχέση με τα άλλα μικρά επιδόματα σε συνταξιούχους, ΑμεΑ, απόρους που λαμβάνουν το ΚΕΑ και γονείς, είναι μεν θετικά μεν αλλά όχι κρίσιμα – ενώ η κατάργηση κάποιων τελών, όπως του επιτηδεύματος, είναι κοροϊδία, αφού προηγήθηκε η φορολογία μέσω των τεκμηρίων υποχρεωτικής κερδοφορίας των ελευθέρων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ουσιαστικά η κυβέρνηση πήρε πρώτα 40 € και μετά έδωσε τα 10 € – θεωρώντας ανόητους τους Πολίτες. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η κοροϊδία για την κατάργηση των τελών χαρτοσήμου – αφού δεν καταργήθηκε, αλλά έγινε απλά ψηφιακό.
Αναφορικά με την επιδότηση 37.000 πολιτών για δωρεάν απογευματινά χειρουργεία από το Ταμείο Ανάκαμψης (ΤΑΑ) είναι θετική, αλλά ταυτόχρονα εξοργιστική – επειδή αφενός μεν τα χρήματα του ΤΑΑ δεν θα χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις ως οφείλουν για να βελτιωθεί η οικονομία μας, αφετέρου τεκμηριώνεται η διάλυση του συστήματος υγείας που πλέον ιδιωτικοποιείται, έμμεσα και σταδιακά.
Για το θέμα του στεγαστικού, το οποίο είναι παράδοξο για μία χώρα που έχουν μεταναστεύσει 1.080.000 Πολίτες της από το 2010 έως το 2022 και 159.000 το 2023 για να επιβιώσουν, θεωρούμε πως οφείλεται σε έναν συνδυασμό περιορισμών στην προσφορά – λόγω βραχυχρόνιας μίσθωσης Airbnb και αύξησης του φθηνού τουρισμού, κατασχέσεων κατοικιών, καθώς επίσης αύξησης της ζήτησης. Επί πλέον, εξαιτίας της μετατροπής της κατοικίας σε αντικείμενο επένδυσης και κερδοσκοπίας – όπως με τη χρυσή βίζα, από τις τράπεζες που επαναγοράζουν τα ακίνητα σε πλειστηριασμούς και από άλλους θεσμικούς επενδυτές.
Εν προκειμένω, τα μέτρα που ανέφερε ο Πρωθυπουργός είναι μεν θετικά, αλλά δεν θα αναστρέψουν την κατάσταση – ενώ οι φοροαπαλλαγές που πρότεινε, όπως από φόρο ενοικίου για 3 χρόνια σε κλειστά ακίνητα, ναι μεν είναι θετικές αλλά δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τα υψηλότερα έσοδα από την βραχυχρόνια μίσθωση.
Τέλος θεωρούμε ότι, η προωθούμενη ασφάλιση των κατοικιών και των επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που το κράτος δεν έχει κατασκευάσει επαρκή αντιπλημμυρικά έργα παρά τις κοινοτικές επιδοτήσεις, είναι ένα επιμέρους οικονομικό βάρος που αποπροσανατολίζει από τις ευθύνες – ενώ όσον αφορά την έκπτωση από τον ΕΝΦΙΑ, είναι ένας άδικος φόρος που πρέπει να καταργηθεί, τουλάχιστον για τους ασθενέστερους και την πρώτη κατοικία.
Για το τεράστιο θέμα του δημογραφικού, δίνονται κάποια περισσότερα επιδόματα και η εξομοίωση των τρίτεκνων που βοηθούν μεν, αλλά δεν είναι αρκετά – αφού οι εξευτελιστικοί μισθοί και η ακρίβεια, δεν επιτρέπουν τη δημιουργία οικογενειών, αναγκάζοντας παράλληλα πολλά παιδιά μας να μεταναστεύσουν, βοηθώντας το δημογραφικό άλλων χωρών.
Στα επιχειρηματικά μέτρα τώρα που εξαγγέλθηκαν, αναφέρονται κίνητρα για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που δεν πρόκειται να αποδώσουν, όπως δεν επέδωσαν έως σήμερα – ενώ είναι θετική η αλλαγή στο καθεστώς golden visa, όπου θα μπορεί να κατευθύνεται και σε startup, δηλαδή σε θέσεις εργασίας. Το πρόβλημα είναι όμως πώς θα εφαρμοσθεί και με ποιο όφελος – αφού οι επιχειρήσεις αυτές είναι μικρές και με χαμηλή βιωσιμότητα. Εκτός αυτού, όταν οι ξένοι ενημερωθούν για το φορολογικό μας σύστημα, δεν πρόκειται να προβούν στην ίδρυση επιχειρήσεων – με εξαίρεση τις εικονικές που μάλλον δεν θα αποφύγουμε.
Πολύ θετικά είναι τα κίνητρα ύψους 600 εκ € για την προώθηση της θερμοκηπιακής γεωργίας που υστερεί σημαντικά η χώρα μας – ενώ την έχουμε προτείνει στο πρόγραμμά μας από καιρό, μαζί με άλλα μέτρα αύξησης της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα, στον οποίο η κυβέρνηση δίνει μια μικρή μόνο ελάφρυνση στο ΕΦΚ του πετρελαίου. Εν τούτοις, επειδή περιορίζονται στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, αφενός μεν είναι αρνητικό για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφετέρου προκαλεί την υποψία ξεπουλήματος της αγροτικής γης μας στις πολυεθνικές – οι οποίες γνωρίζουν ότι, ο χρυσός του μέλλοντος είναι τα τρόφιμα και τα νερά.
Όσο αφορά τώρα το Νέο Επενδυτικό Ταμείο του Υπερταμείου και τις όποιες επενδύσεις θα διενεργήσει, είναι ένα σκανδαλώδες θέμα – αφού τα χρήματα αυτά προέρχονται από την επιστροφή στο Δημόσιο των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ που αντισυνταγματικά είχαν μεταφερθεί στο Υπερταμείο με το 3ο Μνημόνιο και μάλιστα χωρίς κόστος, οπότε δεν θα έπρεπε να υπήρχε πληρωμή.
Στα μέτρα για τον τουρισμό, έχει φτάσει πια σε αντιπαραγωγικά επίπεδα, όπως έχουμε τεκμηριώσει με πολλές αναλύσεις μας, επίσης σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ισπανία – λόγω του εμπορικού ελλείμματος που μας δημιουργεί, της χαμηλής μέσης δαπάνης ανά τουρίστα που καθιστά ζημιογόνα πολλά τουριστικά καταλύματα και της εξάντλησης των υποδομών μας (μεταφορές, ύδρευση, ρεύμα, ΕΣΥ, αστυνόμευση). Είναι όμως θετική η πρόταση αύξησης του τέλους στην κρουαζιέρα – αφού λειτουργεί προσθετικά στην εξάντληση των υποδομών μας.
Όσον αφορά τα μέτρα για τη βελτίωση των κτιριακών υποδομών των σχολείων, δεν είναι αρνητικά, αλλά αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το επίπεδο της παιδείας και της απασχόλησης των πτυχιούχων – πόσο μάλλον όταν στις δαπάνες για την παιδεία, είμαστε τελευταίοι στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ.
Έχετε επισημάνει ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει το παράδοξο της υψηλής ανεργίας, των χαμηλών μισθών και του μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα βαθύτερα αίτια αυτής της ανισορροπίας και ποιες πολιτικές θα προτείνατε για την αντιμετώπισή της;
Β.Β.: Κατ’ αρχήν υπάρχει θέμα με την αξιοπιστία και την ερμηνεία των στατιστικών, όσο αφορά τους ανέργους που αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ (τον Ιούνιο του 2024, 456.663 και ποσοστό ανεργίας 9,6%) – οι οποίοι είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς της ΔΥΠΑ (812.958 τον Ιούνιο 2024).
Από την άλλη πλευρά, όταν υπάρχουν τόσες κενές θέσεις εργασίας, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υψηλή η ανεργία και χαμηλοί οι μισθοί – αφού θα έπρεπε να αυξάνονται οι μισθοί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης για εργασία, να μειώνεται η ανεργία και να αναπληρώνονται οι κενές θέσεις εργασίας. Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η παράδοξη διαστρέβλωση;
Εν πρώτοις, είναι εύλογη η άνοδος των κενών θέσεων εργασίας, αφού από το 2010 έως το 2023 έχουν μεταναστεύσει 1.300.000 Πολίτες σε ηλικία εργασίας. Ουσιαστικά έτσι μειώθηκε η ανεργία των μνημονίων – όπως τη δεκαετία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τη μαζική μετανάστευση κυρίως στη Γερμανία.
Όσον αφορά τη σημερινή ανεργία, ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται στις δυσκολίες κινητικότητας των εργαζομένων – εξαιτίας του υψηλού κόστους ζωής και ειδικά των ενοικίων, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς (οι πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας και η εποχικότητα της, όπως στον τουρισμό και στη γεωργία, επιδεινώνουν τα παραπάνω).
Με απλά λόγια, δεν μπορεί κάποιος από μία περιοχή που δεν υπάρχει ζήτηση εργασίας να μετακινηθεί σε κάποια άλλη που υπάρχει, όπως στα νησιά το καλοκαίρι – λόγω των υψηλών ενοικίων/κόστους διαβίωσης, σε συνδυασμό με την εποχικότητα και τους χαμηλούς μισθούς.
Τέλος, σε σχέση με τους χαμηλούς μισθούς, δεν μπορούν να αυξηθούν, επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας είναι από τις χαμηλότερες, εάν όχι η χαμηλότερη στην ΕΕ – χωρίς παρ’ όλα αυτά να είμαστε ανταγωνιστικοί, όπως φαίνεται από τα δίδυμα ελλείμματα των ισοζυγίων μας, παρόμοια με την εποχή 2006/2010.
Γιατί δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα; Επειδή δεν διενεργούνται επαρκείς επενδύσεις – κυρίως εξαιτίας της αστάθειας και μη ανταγωνιστικότητας του φορολογικού μας συστήματος, του δύσκολου και ακριβού τραπεζικού δανεισμού, της γραφειοκρατίας του δημοσίου, καθώς επίσης της μη ορθολογικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Για να επιλυθούν τα παραπάνω, απαιτείται η αλλαγή του χρεοκοπημένου οικονομικού μοντέλου της χώρας μας, με έμφαση στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στη βιομηχανία, ειδικά στην αμυντική – παράλληλα με την αλλαγή του τουριστικού μας μοντέλου και τη σύνδεση του με την εγχώρια παραγωγή.
Με την ακρίβεια να επηρεάζει σοβαρά την καθημερινότητα των πολιτών, την στεγαστική κρίση και τους πλειστηριασμούς να πλήττουν πολλά νοικοκυριά, ποιες παρεμβάσεις κρίνονται αναγκαίες για την προστασία των ευάλωτων και τη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων;
Β.Β.: Όσο αφορά το μείζον θέμα της ακρίβειας, σχετίζεται με το παραγωγικό μας μοντέλο – όπου πολλά προϊόντα εισάγονται και επιβαρύνονται με έξοδα μεταφοράς. Υπάρχουν όμως επί πλέον φαινόμενα συγκέντρωσης, Ολιγοπωλίων και καρτέλ δηλαδή, καθώς επίσης αισχροκέρδειας – ενώ η ακρίβεια εντείνεται από τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ που θα έπρεπε να μειωθούν, τουλάχιστον σε βασικά προϊόντα.
Στο στεγαστικό έχουμε ήδη αναφερθεί, συμπληρώνοντας πως πρέπει να νομοθετηθούν περιορισμοί στον αριθμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις εξωτερικού – για παράδειγμα στη Βαρκελώνη. Θα θέλαμε επίσης να προσθέσουμε την αποκέντρωση – δηλαδή τη μετακίνηση σε περιοχές που υπάρχει απόθεμα σπιτιών και που μπορούν να αναπτυχθούν παραγωγικά, εάν υπάρξει σχέδιο. Πόσο μάλλον όταν τα κενά σπίτια εκτιμώνται σε 750.000 στο σύνολο της χώρας – οπότε ίσως επαρκούν.
Σε αυτό το περιβάλλον τώρα, θα πρέπει να προστατευθεί τουλάχιστον η πρώτη κατοικία – όπου εμείς έχουμε προτείνει, μεταξύ άλλων που δεν υπάρχει δυνατότητα να αναφέρουμε εδώ, ένα σύστημα αγοράς των κατοικιών από το κράτος ή/και εγγύησης για αυτές, όπως των ΗΠΑ. Αντίθετα, η κυβέρνηση επιδοτεί τους πλειστηριασμούς – μέσα από το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ που εγγυάται τα έσοδα των εισπρακτικών εταιριών και την εκμετάλλευση μας από τις τράπεζες.
Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και πολυπλοκότητα, επηρεάζοντας κυρίως πολίτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ποιες αλλαγές θεωρείτε απαραίτητες για ένα πιο δίκαιο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο;
Β.Β.: Είναι γεγονός ότι, το φορολογικό σύστημα της Ελλάδα είναι πολυδαίδαλο, με συνεχείς αλλαγές που στην ουσία ευνοούν τη διαφθορά – με ευθύνη των κυβερνήσεων των μνημονίων που επιβάλουν μία ληστρική φορολογία, με την δικαιολογία της φοροδιαφυγής που δεν είναι υψηλότερη από τις άλλες χώρες, πρόσφατα σύμφωνα και με το ΚΕΠΕ.
Εμείς έχουμε προτείνει ένα απλό σύστημα εσόδων/εξόδων, με 15% επίπεδο συντελεστή που θα εκμηδενίσει τη φοροδιαφυγή – προφανώς δε, την κατάργηση όλων των τεκμηρίων και του ΕΝΦΙΑ. Ταυτόχρονα, έναν απλουστευμένο και εύχρηστο φορολογικό κώδικα που δεν θα υπερβαίνει τις 50 σελίδες – στα πρότυπα άλλων ευνομούμενων χωρών.
Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσουν την ελληνική οικονομία οι διεθνείς εξελίξεις, όπως οι αμερικανικές εκλογές, οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση και η συνέχιση των γεωπολιτικών συγκρούσεων;
Β.Β.: Βιώνουμε μια μεταβατική περίοδο διεθνώς, όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση ή, καλύτερα, τον έλεγχό της από τη Δύση, με την ανάδειξη των BRICS – μία αλλαγή παραδείγματος ουσιαστικά που μπορεί να επιφέρει τεκτονικές αλλαγές, όπως στη χρήση του δολαρίου. Πόσο μάλλον όταν η Δύση είναι υπερχρεωμένη – με εισοδηματικές ανισότητες που θυμίζουν την εποχή πριν τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Υπάρχουν επίσης αλλαγές στην τεχνολογία, με τον αυτοματισμό, τη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη – οι οποίες θα καταστρέψουν εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Στα θετικά τώρα, ένα μέρος της παραγωγής θα επιστρέψει στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, λόγω κόστους ή/και γεωπολιτικού σχεδιασμού. Ελπίζουμε μόνο να μη μεταναστεύει η παραγωγή της Ευρώπης στις ΗΠΑ – εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους και του αμερικανικού ΙΡΑ που έχει ακριβώς αυτόν το στόχο. Κυρίως βέβαια ελπίζουμε να μην οδηγηθούμε σε έναν 3ο παγκόσμιο πόλεμο, όπως όλα δείχνουν αλλά και είναι η συνήθης κατάληξη τέτοιων οικονομικών εξελίξεων που ξεκινούν με εμπορικούς/συναλλαγματικούς πολέμους και καταλήγουν σε συμβατικούς – ο οποίος πόλεμος όμως αυτή τη φορά θα ήταν πυρηνικός, οπότε απόλυτα καταστροφικός.
Για τη χώρα μας πάντως, θα υπάρξουν ευκαιρίες προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων, λόγω της αποχώρησης της Δύσης από την Ασία – αρκεί βέβαια να επιλύσουμε το πρόβλημα της ενέργειας, πριν από όλα καταργώντας το χρηματιστήριο ενέργειας (εναλλακτικά υιοθετώντας το ιβηρικό μοντέλο), καθώς επίσης να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες.
Τέλος, οι αμερικανικές εκλογές είναι εξαιρετικά σημαντικές, τόσο όσον αφορά τις οικονομικές, όσο και της γεωπολιτικές εξελίξεις – σημειώνοντας ότι, μία παγκόσμια ύφεση που είναι νομοτελειακή κάποια στιγμή, θα ήταν κάτι περισσότερο από επικίνδυνη για την ελληνική οικονομία. Γιατί; Αφενός μεν λόγω του τεράστιου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης στα 407 δις € ή στο 185% του ΑΕΠ, συν του κόκκινου ιδιωτικού που υπερβαίνει τα 230 δις €, αφετέρου επειδή στηριζόμαστε δυστυχώς στη μονοκαλλιέργεια του προκυκλικού, εντάσεως κεφαλαίου τουρισμού.
Το θέμα βέβαια είναι τόσο σημαντικό, πολύπλοκο και πολυσχιδές, που θα απαιτούσε μία ανάλυση από μόνο του – κάτι που δεν είναι εφικτό στα πλαίσια μίας περιορισμένου χώρου συνέντευξης.